- επιτέλειος
- ἐπιτέλειος, -ον (Α)1. τέλειος («ἐπιτελείαις εὐχαῑς», Ιώσ.)2. επιγρ. (ως επίθ. τής Αφροδίτης) αυτός που φέρνει κάτι σε πέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλειος (< τέλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτέλειον — ἐπιτέλειος bringing to fulfilment masc acc sg ἐπιτέλειος bringing to fulfilment neut nom/voc/acc sg ἐπιτελέω complete imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπιτελέω complete imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτελειοτάτῃ — ἐπιτέλειος bringing to fulfilment fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτελειώ — ἐπιτελειῶ, όω (Α) (Μ και ἐπιτελειώνω) μσν. κατορθώνω αρχ. συμπληρώνω («τὴν θυσίαν ἐπετελείωσε», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτέλειος ή < επί + τελειώ] … Dictionary of Greek
ἐπιτέλεια — oversight fem nom/voc sg ἐπιτέλειος bringing to fulfilment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)